ναυτολογούμαι

ναυτολογούμαι
ναυτολογούμαι, ναυτολογήθηκα, ναυτολογημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπαρκάρω — (Μ μπαρκάρω και ἰμπαρκάρω) 1. επιβιβάζω κάποιον σε πλοίο («μπαρκάρησα τον αδελφό μου για την Αμερική») 2. επιβιβάζομαι σε πλοίο νεοελλ. 1. φορτώνω εμπορεύματα σε πλοίο 2. επιβιβάζομαι σε πλοίο για να αναλάβω υπηρεσία, ναυτολογούμαι («μπαρκάρησε… …   Dictionary of Greek

  • τσουρμάρω — Ν [τσούρμα / τσούρμο] 1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα τού πλοίου μου 2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι …   Dictionary of Greek

  • μπαρκάρω — (λ. ιταλ.), μπαρκάρισα και μπάρκαρα 1. ταξιδεύω με πλοίο, επιβιβάζομαι σε πλοίο για να εργαστώ, ναυτολογούμαι: Μπάρκαρε για την Αυστραλία. 2. μτβ., επιβιβάζω κάτι σε πλοίο, στέλνω κάτι με το πλοίο: Μπαρκάρισα τα καπνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουρμάρω — τσούρμαρα και τσουρμάρισα, τσουρμαρίστηκα, τσουρμαρισμένος 1. μτβ., καταρτίζω τσούρμο (βλ. λ.), συγκεντρώνω ναύτες για πλήρωμα του πλοίου, ναυτολογώ. 2. αμτβ., ναυτολογούμαι, παίρνω μέρος σε τσούρμο, κατατάσσομαι ως ναύτης εμπορικού πλοίου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”